Ιώβ

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40 41 42


Κεφάλαιο 41

Μπορείς να σύρεις έξω τον Λευιάθαν, με αγκίστρι; Ή, να περιδέσεις τη γλώσσα του με καπίστρι;
2 Μπορείς να βάλεις στη μύτη του χαλινό; Ή, να τρυπήσεις με αγκάθι το σαγόνι του;
3 Θα πληθύνει τις ικεσίες σε σένα; Θα σου μιλήσει με γλυκύτητα;
4 Θα κάνει μαζί σου συνθήκη; Θα τον πάρεις για παντοτινό σου δούλο;
5 Θα παίζεις μαζί του σαν με ένα πουλί; Ή, θα τον δέσεις για τις θεράπαινές σου;
6 Θα κάνουν απ' αυτόν συμπόσιο οι φίλοι σου; Θα τον μοιράσουν ανάμεσα στους εμπόρους;
7 Μπορείς να γεμίσεις το δέρμα του με βέλη; Ή, το κεφάλι του με αλιευτικά καμάκια;
8 Βάλε επάνω του το χέρι σου· θυμήσου τον πόλεμο· μη το κάνεις αυτό στο εξής.
9 Δες, η ελπίδα να τον πιάσει κανείς είναι μάταιη· μάλιστα, δεν θα έμενε έκπληκτος στη θωριά του;
10 Κανένας δεν είναι τόσο τολμηρός, ώστε να τον διεγείρει· και ποιος μπορεί να σταθεί μπροστά μου;
11 Ποιος μου έδωσε πρωτύτερα, και να του ανταποδώσω; Όσα είναι από κάτω από τον ουρανό είναι δικά μου.
12 Δεν θα σιωπήσω στα μέλη του ούτε στη δύναμη ούτε στην ευάρεστη συμμετρία του.
13 Ποιος να εξιχνιάσει την επιφάνεια του ενδύματός του; Ποιος να μπει μέσα στα διπλά σαγόνια του;
14 Ποιος μπορεί να ανοίξει τις πύλες τού προσώπου του; Τα δόντια του, ολόγυρα, είναι τρομερά.
15 Οι ισχυρές του ασπίδες είναι το καύχημά του, συγκλεισμένες μαζί με σφιχτό σφράγισμα·
16 η μία ενώνεται με την άλλη, συνδέονται έτσι, ώστε ούτε αέρας δεν μπορεί να περάσει μέσα απ' αυτές·
17 είναι προσκολλημένες η μία μαζί με την άλλη· συνδέονται έτσι, ώστε δεν μπορούν να αποσπαστούν.
18 Στό φτέρνισμά του λάμπει φως, και τα μάτια του είναι σαν τα βλέφαρα της αυγής.
19 Από το στόμα του βγαίνουν λαμπάδες που καίνε, και εξακοντίζονται σπινθήρες φωτιάς.
20 Από τους μυκτήρες του βγαίνει καπνός, σαν από ένα αγγείο που κοχλάζει ή έναν λέβητα.
21 Η πνοή του ανάβει κάρβουνα, και από το στόμα του βγαίνει φλόγα·
22 στον τράχηλό του κατοικεί δύναμη, και τρόμος προπορεύεται μπροστά του.
23 Τα στρώματα της σάρκας του είναι συγκολλημένα· είναι στερεά επάνω του· δεν μπορούν να σαλευτούν.
24 Η καρδιά του είναι στερεή σαν πέτρα· μάλιστα, σκληρή όπως η κάτω μυλόπετρα.
25 Όταν σηκώνεται, φρίττουν οι δυνατοί· από τον φόβο παραφρονούν.
26 Η ρομφαία εκείνου που τον συναντάει δεν μπορεί να αντέξει· η λόγχη, το δόρυ, ούτε ο θώρακας.
27 Θωρεί το σίδερο σαν άχυρο, τον χαλκό σαν ξύλο σαθρό.
28 Τα βέλη δεν μπορούν να τον τρέψουν σε φυγή· οι πέτρες τής σφενδόνας είναι σ' αυτόν σαν στουπί.
29 Τα ακόντια θεωρούνται σαν στουπί· γελάει στο σάλεμα της λόγχης.
30 Αιχμηρές πέτρες κείτονται από κάτω του· υποστρώνει τα αγκυλωτά σώματα επάνω σε πηλό.
31 Κάνει την άβυσσο να κοχλάζει σαν λέβητας· κάνει τη θάλασσα να γίνεται σαν σκεύος μυροποιού.
32 Αφήνει πίσω του φωτεινή την πορεία· θα υπολάμβανε κάποιος την άβυσσο σαν πολιά.
33 Επάνω στη γη δεν υπάρχει όμοιό του, δημιουργημένο έτσι άφοβο.
34 Βλέπει ολόγυρα όλα τα ψηλά· είναι βασιλιάς επάνω σε όλους τούς γιους τής υπερηφάνειας.