Ιερεμίας

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45 46 47 48 49 50 51 52


Κεφάλαιο 4

Αν επιστρέψεις, Ισραήλ, λέει ο Κύριος, επίστρεψε σε μένα· και αν βγάλεις τα βδελύγματά σου από μπροστά μου, τότε δεν θα μετατοπιστείς.
2 Και θα ορκιστείς, λέγοντας: Ζει ο Κύριος, με αλήθεια, με κρίση, με δικαιοσύνη· και τα έθνη θα ευλογούνται σ' αυτόν, και σ' αυτόν θα δοξαστούν.
3 Επειδή, έτσι λέει ο Κύριος στους άνδρες του Ιούδα, και στην Ιερουσαλήμ: Αροτριάστε τα χωράφια σας που παρέμειναν χέρσα, και μη σπείρετε ανάμεσα σε αγκάθια.
4 Περιτμηθείτε στον Κύριο, και αφαιρέστε τις ακροβυστίες τής καρδιάς σας, άνδρες τού Ιούδα και κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, μήπως και βγει ο θυμός μου σαν φωτιά, κι ανάψει, και δεν υπάρξει κανένας που θα τη σβήσει, ένεκα της κακίας των πράξεών σας.
5 Αναγγείλατε στον Ιούδα, και κηρύξτε στην Ιερουσαλήμ· και πείτε, και ηχήστε σάλπιγγα στη γη· βοήστε, συγκεντρωθείτε, και πείτε: Συγκεντρωθείτε, κι ας μπούμε στις οχυρωμένες πόλεις.
6 Υψώστε σημαία προς τη Σιών, συρθείτε, μη σταθείτε, επειδή, εγώ θα φέρω κακό από βορρά, και μεγάλον συντριμμό.
7 Το λιοντάρι ανέβηκε από το δάσος του, και ο εξολοθρευτής των εθνών σηκώθηκε· και βγήκε από τον τόπο του για να ερημώσει τη γη σου· οι πόλεις σου θα καταστραφούν, ώστε κανένας δεν θα υπάρχει που να κατοικεί.
8 Γι' αυτό, περιζωστείτε σάκους, θρηνήστε και ολολύξτε· επειδή, ο φλογερός θυμός τού Κυρίου, δεν στράφηκε από μας.
9 Και κατά την ημέρα εκείνη, λέει ο Κύριος, η καρδιά τού βασιλιά θα χαθεί, και η καρδιά των αρχόντων· και οι ιερείς θα εκθαμπωθούν, και οι προφήτες θα εκπλαγούν.
10 Τότε, είπα: Ω! Κύριε, Θεέ! Απατώντας, λοιπόν, απάτησες αυτό τον λαό, και την Ιερουσαλήμ, λέγοντας: Θα έχετε ειρήνη· ενώ η μάχαιρα έφτασε μέχρι την ψυχή.
11 Κατά τον καιρό εκείνο, θα πουν σ' αυτό τον λαό, και στην Ιερουσαλήμ: Καυστικός άνεμος των ψηλών τόπων τής ερήμου φυσάει προς τη θυγατέρα τού λαού μου, όχι για να ανεμίσει ούτε για να καθαρίσει·
12 άνεμος ισχυρότερος απ' αυτούς θάρθει για μένα· και εγώ, θα φέρω τώρα κρίσεις σ' αυτούς.
13 Δέστε, θα ανέβει σαν σύννεφο, και οι άμαξές του θα είναι σαν ανεμοστρόβιλος. Τα άλογά του είναι ελαφρότερα από τους αετούς. Αλλοίμονο σε μας! Επειδή, χαθήκαμε.
14 Ιερουσαλήμ, ξέπλυνε την καρδιά σου από κακία, για να σωθείς· μέχρι πότε θα κατοικούν μέσα σε σένα οι μάταιοι συλλογισμοί σου;
15 Επειδή, μια φωνή αναγγέλλει από τον Δαν, και κηρύττει θλίψη από το βουνό τού Εφραϊμ.
16 Θυμίστε στα έθνη τούτο· δέστε, διακηρύξτε ενάντια στην Ιερουσαλήμ ότι, έρχονται πολιορκητές από μακρινή γη, και στέλνουν τη φωνή τους ενάντια στις πόλεις τού Ιούδα.
17 Παρατάχθηκαν σαν φύλακες του χωραφιού εναντίον της, ολόγυρα· επειδή, αποστάτησε εναντίον μου, λέει ο Κύριος.
18 Οι δρόμοι σου και τα επιτηδεύματά σου τα προξένησαν αυτά σε σένα· η κακία σου αυτή, μάλιστα, στάθηκε πικρή, ναι, έφτασε μέχρι την καρδιά σου.
19 Τα εντόσθιά μου, τα εντόσθιά μου! Πονάω στα βάθη τής καρδιάς μου. Η καρδιά μου θορυβείται μέσα μου· δεν μπορώ να σιωπήσω, Επειδή, ψυχή μου, άκουσες ήχον σάλπιγγας, αλαλαγμόν πολέμου.
20 Συντριμμός επί συντριμμόν διακηρύττεται· επειδή, ολόκληρη η γη ερημώνεται. Ξαφνικά, οι σκηνές μου ερημώθηκαν, και τα παραπετάσματά μου σε μια στιγμή.
21 Μέχρι πότε θα βλέπω τη σημαία, θα ακούω τον ήχο τής σάλπιγγας;
22 Επειδή, ο λαός μου είναι άφρονας· δεν με γνώρισαν· είναι γιοι άφρονες, και δεν έχουν σύνεση· είναι σοφοί στο να κακοποιούν, αλλά να αγαθοποιούν δεν ξέρουν.
23 Κοίταξα επάνω στη γη, και δέστε, είναι άμορφη και έρημη· και στους ουρανούς, και δεν υπήρχε το φως τους.
24 Είδα τα βουνά, και προσέξτε, έτρεμαν, και όλοι οι λόφοι κατασείονταν.
25 Είδα, και προσέξτε, δεν υπήρχε άνθρωπος, και όλα τα πουλιά τού ουρανού είχαν φύγει.
26 Είδα, και προσέξτε, ο Κάρμηλος ήταν έρημος, και όλες οι πόλεις του κατεδαφισμένες μπροστά από τον Κύριο, από τον φλογερό θυμό του.
27 Επειδή, έτσι λέει ο Κύριος: Ολόκληρη η γη θα είναι έρημη· συντέλεια, όμως, δεν θα κάνω.
28 Γι' αυτό, η γη θα πενθήσει, και οι ουρανοί από πάνω θα συσκοτιστούν· επειδή, μίλησα εγώ, αποφάσισα και δεν θα μετανοήσω, ούτε θα επιστρέψω απ' αυτό.
29 Ολόκληρη η πόλη θα φύγει από τον θόρυβο των καβαλάρηδων και των τοξοτών· θάρθουν στα δάση, και θα ανέβουν στους βράχους· κάθε πόλη θα εγκαταλειφθεί, και δεν θα υπάρχει άνθρωπος που θα κατοικεί σ' αυτές.
30 Κι εσύ αφανισμένη, τι θα κάνεις; Και αν ντυθείς κόκκινο, και αν στολιστείς με χρυσούς στολισμούς, και μεγαλώσεις τα μάτια σου με στίμμι, μάταια θα καλλωπιστείς· οι εραστές σου θα σε καταφρονήσουν, θα ζητούν τη ζωή σου.
31 Επειδή, άκουσα φωνή σαν κάποια που κοιλοπονάει, στεναγμόν, σαν κάποια που πρωτογεννάει, φωνή τής θυγατέρας Σιών, που θρηνολογεί τον εαυτό της, απλώνει τα χέρια της, λέγοντας: Αλλοίμονο τώρα σε μένα! Επειδή, η ψυχή μου λειποθυμεί εξαιτίας των φονευτών.