Γάμος και σεξ


  • Και ο Κύριος ο Θεός επέβαλε έκσταση στον Αδάμ, και κοιμήθηκε· και πήρε μία από τις πλευρές του και έκλεισε με σάρκα τον τόπο της. Και κατασκεύασε ο Κύριος ο Θεός την πλευρά, που πήρε από τον Αδάμ, σε γυναίκα, και την έφερε στον Αδάμ. Και ο Αδάμ είπε: Τούτο είναι τώρα κόκαλο από τα κόκαλά μου, και σάρκα από τη σάρκα μου· αυτή θα ονομαστεί Ανδρίδα, επειδή πάρθηκε από τον άνδρα. Γι' αυτό, ο άνθρωπος θα αφήσει τον πατέρα του και τη μητέρα του, και θα προσκολληθεί στη γυναίκα του· και θα είναι οι δύο σε μία σάρκα.
    Γένεση 2:21-24
  • ΚΑΙ ο Αδάμ γνώρισε τη γυναίκα του Εύα· κι εκείνη συνέλαβε, και γέννησε τον Κάιν· και είπε: Απέκτησα άνθρωπον με τη βοήθεια του Κυρίου.
    Γένεση 4:1, 25
  • Και ο Κύριος έρριξε στον Φαραώ και στην οικογένειά του μεγάλες πληγές εξαιτίας της Σάρας τής γυναίκας τού Άβραμ·
    Γένεση 12:17-18
  • ΚΑΙ η Σάρα, η γυναίκα τού Άβραμ, δεν τεκνοποιούσε σ' αυτόν· και είχε μια Αιγύπτια δούλη, που ονομαζόταν Άγαρ. Και η Σάρα είπε στον Άβραμ: Δες, ο Κύριος με απέκλεισε από την τεκνοποιία· μπες, λοιπόν, στη δούλη μου, ίσως αποκτήσω παιδί απ' αυτή. Και ο Άβραμ υπάκουσε στον λόγο τής Σάρας. Και η Σάρα, η γυναίκα τού Άβραμ, πήρε την Άγαρ, την Αιγύπτια, τη δούλη της, αφού ο Άβραμ είχε κατοικήσει δέκα χρόνια στη γη Χαναάν, και την έδωσε στον άνδρα της τον Άβραμ, για να είναι γυναίκα του.
    Γένεση 16:1-3
  • Και είπε: Θα επιστρέψω σε σένα εξάπαντος κατά την ίδια αυτή εποχή τού χρόνου· και να, η γυναίκα σου η Σάρρα θα έχει έναν γιο. Και η Σάρρα άκουσε στην είσοδο της σκηνής, που ήταν πίσω απ' αυτόν. Και ο Αβραάμ και η Σάρρα ήσαν γέροντες, προχωρημένοι σε ηλικία· στη Σάρρα είχαν σταματήσει να γίνονται τα γυναικεία. Και η Σάρρα γέλασε από μέσα της, λέγοντας: Αφού γέρασα θα γίνει σε μένα ηδονή; Και ο κύριός μου είναι γέροντας.
    Γένεση 18:10-12
  • Αλλ' ο Αυνάν ήξερε ότι το σπέρμα δεν θα ήταν δικό του· γι' αυτό, όταν έμπαινε μέσα στη γυναίκα τού αδελφού του, ξέχυνε στη γη, για να μη δώσει σπέρμα στον αδελφό του.
    Γένεση 38:9-10
  • ΜΗ μοιχεύσεις.
    Έξοδος 20:14
  • ΜΗ επιθυμήσεις το σπίτι τού πλησίον σου· μη επιθυμήσεις τη γυναίκα τού πλησίον σου· ούτε τον δούλο του ούτε τη δούλη του ούτε το βόδι του ούτε το γαϊδούρι του ούτε κάθε τι που είναι του πλησίον σου.
    Έξοδος 20:17
  • Τη γυμνότητα της γυναίκας του πατέρα σου δεν θα ξεσκεπάσεις· είναι η γυμνότητα του πατέρα σου. ...Και με τη γυναίκα τού πλησίον σου δεν θα συνευρεθείς, ώστε να μολυνθείς μαζί της.
    Leviticus 18:8, 20
  • Και ο άνθρωπος, που θα μοιχεύσει τη γυναίκα κάποιου, πουθα μοιχεύσει τη γυναίκα τού πλησίον του, θα θανατωθεί οπωσδήποτε, αυτός που μοιχεύει κι εκείνη που μοιχεύεται. ...Και αν κάποιος κοιμηθεί με άρρενα, όπως κοιμάται κανείς με γυναίκα, έπραξαν και οι δύο βδέλυγμα· θα θανατωθούν οπωσδήποτε· το αίμα τους θα είναι επάνω τους.
    Leviticus 20:10, 13
  • Δεν θα πάρουν γυναίκα πόρνη και βεβηλωμένη ούτε θα πάρουν γυναίκα απόβλητη από τον άνδρα της· επειδή, ο ιερέας είναι άγιος στον Θεό του.
    Leviticus 21:7
  • Κι αυτός θα πάρει γυναίκα παρθένα· χήρα ή απόβλητη ή βέβηλη ή πόρνη αυτές δεν θα τις πάρει· αλλά, παρθένα από τον λαό του θα πάρει για γυναίκα.
    Leviticus 21:13-14
  • Αυτός είναι ο νόμος τής ζηλοτυπίας, όταν κάποια παραδρομήσει και δεχθεί άλλον, αντί του άνδρα της, και μολυνθεί· ή, όταν έρθει το πνεύμα τής ζηλοτυπίας σε κάποιον άνδρα, και ζηλοτυπήσει τη γυναίκα του, και στήσει τη γυναίκα του μπροστά στον Κύριο, και ο ιερέας εφαρμόσει σ' αυτήν ολοκληρωτικά αυτόν τον νόμο.
    Numbers 5:29-30
  • ΑΝ κάποιος πάρει γυναίκα, και μπει μέσα σ' αυτή, και τη μισήσει, και δώσει αφορμή να την κακολογήσουν, και φέρει επάνω της δυσφήμηση, και πει: Πήρα αυτή τη γυναίκα, και όταν την πλησίασα δεν την βρήκα παρθένα, τότε, ο πατέρας τής νέας και η μητέρα της θα πάρουν και θα φέρουν έξω στους πρεσβύτερους της πόλης, στην πύλη, τα σημάδια τής παρθενίας τής νέας· και ο πατέρας τής νέας θα πει στους πρεσβύτερους: Έδωσα τη θυγατέρα μου σ' αυτόν τον άνθρωπο για γυναίκα, κι αυτός τη μισεί· και να, έδωσε αφορμή να την κακολογούν, λέγοντας: Δεν βρήκα τη θυγατέρα σου παρθένα· όμως, να τα σημάδια τής παρθενίας τής θυγατέρας μου. Και θα ξεδιπλώσουν το ιμάτιο μπροστά στους πρεσβύτερους της πόλης.
    Deuteronomy 22:13-17
  • ΟΤΑΝ κάποιος πάρει γυναίκα, και νυμφευθεί μαζί της, και συμβεί να μη βρει χάρη στα μάτια του, επειδή βρήκε σ' αυτήν κάποιο άσχημο πράγμα, τότε ας γράψει σ' αυτήν γράμμα διαζυγίου, και ας το δώσει στο χέρι της, και ας τη διώξει από το σπίτι του.
    Deuteronomy 24:1
  • Και ο Δαβίδ παρηγόρησε τη Βηθ-σαβεέ, τη γυναίκα του, και μπήκε μέσα σ' αυτήν, και κοιμήθηκε μαζί της, και γέννησε γιο, και αποκάλεσε το όνομά του Σολομώντα· και ο Κύριος τον αγάπησε.
    2 Samuel 12:24
  • Και ο Αβιά ενδυναμώθηκε· και πήρε για τον εαυτό του 14 γυναίκες, και γέννησε 22 γιους και 16 θυγατέρες.
    2 Chronicles 13:21
  • Η γυναίκα σου θα είναι σαν εύκαρπη άμπελος, στα πλάγια του σπιτιού σου· οι γιοι σου σαν νεόφυτα ελιόδεντρων, ολόγυρα στο τραπέζι σου.
    Ψαλμοί 128:3
  • η πηγή σου ας είναι ευλογημένη· και ευφραίνου με τη γυναίκα τής νιότης σου. Ας είναι σε σένα σαν αξιαγάπητη ελαφίνα, και χαριτωμένη δορκάδα· ας σε ποτίζουν οι μαστοί της σε κάθε καιρό· ευφραίνου πάντοτε στην αγάπη της.
    Παροιμίες 5:18-19
  • Έτσι κι εκείνος που μπαίνει στη γυναίκα τού διπλανού του· όποιος την αγγίζει, δεν θα αθωωθεί.
    Παροιμίες 6:29
  • Όποιος, όμως, μοιχεύει με γυναίκα, είναι χωρίς μυαλό· φέρνει απώλεια στην ψυχή του, όποιος το κάνει αυτό.
    Παροιμίες 6:32
  • Όποιος βρήκε γυναίκα, βρήκε αγαθό, και απόλαυσε χάρη από τον Κύριο.
    Παροιμίες 18:22
  • Σπίτι και πλούτη κληρονομούνται από τους πατέρες· όμως, η γυναίκα που έχει φρόνηση δίνεται από τον Κύριο.
    Παροιμίες 19:14
  • Καλύτερα να κατοικεί κανείς σε μια γωνιά δωματίου, παρά σε ένα ευρύχωρο σπίτι με γυναίκα φιλόνικη.
    Παροιμίες 21:9
  • Να χαίρεσαι τη ζωή μαζί με τη γυναίκα σου, που αγάπησες, όλες τις ημέρες τής ζωής τής ματαιότητάς σου, που σου δόθηκαν κάτω από τον ήλιο, όλες τις ημέρες τής ματαιότητάς σου· επειδή, αυτό είναι η μερίδα σου στη ζωή, και στον μόχθο σου, που μοχθείς κάτω από τον ήλιο.
    Ecclesiastes 9:9
  • Ας με φιλήσει με τα φιλήματα του στόματός του. Επειδή, η αγάπη σου είναι καλύτερη παρά το κρασί.
    Song of Solomon 1:2
  • Το αριστερό του χέρι είναι κάτω από το κεφάλι μου, και το δεξί του με εναγκαλίζεται.
    Song of Solomon 2:6
  • οι δύο μαστοί σου είναι σαν δύο δίδυμοι σκύμνοι δορκάδας, που βόσκουν ανάμεσα στα κρίνα. Πλήγωσες την καρδιά μου, αδελφή μου, νύφη· πλήγωσες την καρδιά μου με ένα από τα μάτια σου, με έναν πλόκαμο του τραχήλου σου. Πόσο ωραία είναι η αγάπη σου, αδελφή μου, νύφη! Πόσο καλύτερη η αγάπη σου παρά το κρασί! Και η ευωδιά των μύρων σου παρά όλα τα αρώματα!
    Song of Solomon 4:5, 9, 10
  • ΝΑ ΕΥΦΡΑΝΘΕΙΣ, ω στείρα, εσύ που δεν γεννάς· αναβόησε με αγαλλίαση, και να χαίρεσαι υπερβολικά, εσύ που δεν κοιλοπονάς· επειδή, περισσότερα είναι τα παιδιά τής ερημωμένης, παρά τα παιδιά εκείνης που έχει τον άνδρα, λέει ο Κύριος.
    Ησαΐας 54:1
  • Επιστρέψτε, γιοι αποστάτες, λέει ο Κύριος, αν και εγώ σας αποστράφηκα· και θα σας πάρω έναν από πόλη, και δύο από συγγένειες, και θα σας φέρω μέσα στη Σιών·
    Ιερεμίας 3:14
  • έτσι λέει ο Κύριος ο Θεός. Επειδή, ξέχυσες τον χαλκό σου, και η γύμνωσή σου ξεσκεπάστηκε μέσα στις πορνείες σου προς τους εραστές σου, και προς όλα τα είδωλα των βδελυγμάτων σου, και για το αίμα των παιδιών σου, που πρόσφερες σ' αυτά· γι' αυτό, δες, εγώ συγκεντρώνω όλους τους εραστές σου με τους οποίους ασέλγησες σε υπερβολικό βαθμό, και όλους όσους αγάπησες, μαζί με όλους εκείνους που μισήθηκαν από σένα· και θα τους συγκεντρώσω εναντίον σου από παντού, και θα ξεσκεπάσω σ' αυτούς την ασχημοσύνη σου, και θα δουν ολόκληρη τη γύμνωσή σου.
    Ιεζεκιήλ 16:36-37
  • Η αρχή τού λόγου τού Κυρίου διαμέσου τού Ωσηέ. Και ο Κύριος είπε στον Ωσηέ: Πήγαινε, πάρε για τον εαυτό σου μια γυναίκα πορνείας, και παιδιά πορνείας· επειδή, η γη καταπόρνευσε, και ξέκλινε από το να ακολουθεί τον Κύριο.
    Hosea 1:2
  • Κριθείτε με τη μητέρα σας, κριθείτε· επειδή, αυτή δεν είναι γυναίκα μου, και εγώ δεν είμαι άνδρας της· ας αφαιρέσει, λοιπόν, τις πορνείες της από μπροστά της, και τις μοιχείες της ανάμεσα από τους μαστούς της·
    Hosea 2:2
  • Ἐρρέθη δέ ὅτι ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, δότω αὐτῇ ἀποστάσιον. ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ παρεκτὸς λόγου πορνείας, ποιεῖ αὐτὴν μοιχᾶσθαι • καὶ ὃς ἐὰν ἀπολελυμένην γαμήσῃ, μοιχᾶται.
    Μαθθαῖον 5:31-32
  • καὶ εἶπεν • Ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα καὶ κολληθήσεται τῇ γυναικὶ αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν; ὥστε οὐκέτι εἰσὶν δύο ἀλλὰ σὰρξ μία. ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω.
    Μαθθαῖον 19:5-6
  • καὶ πᾶς ὅστις ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήμψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει.
    Μαθθαῖον 19:29
  • λέγοντες • Διδάσκαλε, Μωϋσῆς εἶπεν • Ἐάν τις ἀποθάνῃ μὴ ἔχων τέκνα, ἐπιγαμβρεύσει ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἀναστήσει σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ. ...ἐν γὰρ τῇ ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσιν οὔτε ἐκγαμιζονται, ἀλλ᾿ ὡς ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ εἰσίν.
    Μαθθαῖον 22:24, 30
  • οἱ δὲ εἶπον • Μωϋσῆς ἐπέτρεψεν βιβλίον ἀποστασίου γράψαι καὶ ἀπολῦσαι. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς • Πρὸς τὴν σκληροκαρδίαν ὑμῶν ἔγραψεν ὑμῖν τὴν ἐντολὴν ταύτην. ἀπὸ δὲ ἀρχῆς κτίσεως ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς ὁ Θεός • ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα, καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν • ὥστε οὐκέτι εἰσὶν δύο ἀλλὰ μία σάρξ. ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω.
    Μᾶρκον 10:4-9
  • καὶ ἐὰν γυνὴ ἀπολύσῃ τὸν ἄνδρα αὐτῆς καὶ γαμηθῇ ἄλλῳ, μοιχᾶται.
    Μᾶρκον 10:12
  • Καὶ ἦν Ἄννα προφῆτις, θυγάτηρ Φανουήλ, ἐκ φυλῆς Ἀσήρ (αὕτη προβεβηκυῖα ἐν ἡμέραις πολλαῖς, ζήσασα ἔτη μετὰ ἀνδρὸς ἑπτὰ ἀπὸ τῆς παρθενίας αὐτῆς,
    Λουκᾶν 2:36
  • Ὅταν κληθῇς ὑπὸ τινος εἰς γάμους, μὴ κατακλιθῇς εἰς τὴν πρωτοκλισίαν, μήποτε ἐντιμότερός σου ᾖ κεκλημένος ὑπ᾿ αὐτοῦ,
    Λουκᾶν 14:8
  • ἤσθιον, ἔπινον, ἐγάμουν, ἐξεγαμίζοντο, ἄχρι ἧς ἡμέρας εἰσῆλθεν Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν • καὶ ἦλθεν ὁ κατακλυσμὸς καὶ ἀπώλεσεν ἅπαντας.
    Λουκᾶν 17:27
  • ἀνακύψας δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ μηδένα θεασάμενος πλὴν τῆς γυναικὸς εἶπεν αὐτῇ • Γυναί, ποῦ εἰσιν ἐκεῖνοι οἱ κατήγοροί σου; οὐδεὶς σε κατέκρινεν; ἡ δὲ εἶπεν • Οὐδεὶς, κύριε. εἶπεν δὲ αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς • Οὐδὲ ἐγὼ σε κατακρίνω • πορεύου, ἀπὸ τοῦ νῦν μηκέτι ἁμάρτανε.
    Ἰωάννην 8:10-11
  • ἡ γὰρ ὕπανδρος γυνὴ τῷ ζῶντι ἀνδρὶ δέδεται νόμῳ • ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ, κατήργηται ἀπὸ τοῦ νόμου τοῦ ἀνδρός. ἄρα οὖν ζῶντος τοῦ ἀνδρὸς μοιχαλὶς χρηματίσει ἐὰν γένηται ἀνδρὶ ἑτέρῳ • ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ ὁ ἀνήρ, ἐλευθέρα ἐστὶν ἀπὸ τοῦ νόμου, τοῦ μὴ εἶναι αὐτὴν μοιχαλίδα γενομένην ἀνδρὶ ἑτέρῳ.
    Πρὸς Ῥωμαίουςς 7:2, 3
  • Ὅλως ἀκούεται ἐν ὑμῖν πορνεία, καὶ τοιαύτη πορνεία ἥτις οὐδὲ ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὥστε γυναῖκά τινα τοῦ πατρὸς ἔχειν.
    Κορινθίους α’ 5:1, 2
  • ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι ἄδικοι Θεοῦ βασιλείαν οὐ κληρονομήσουσιν; μὴ πλανᾶσθε • οὔτε πόρνοι οὔτε εἰδωλολάτραι οὔτε μοιχοὶ οὔτε μαλακοὶ οὔτε ἀρσενοκοῖται οὔτε κλέπται οὔτε πλεονέκται, οὔτε μέθυσοι, οὐ λοίδοροι, οὐχ ἅρπαγες βασιλείαν Θεοῦ κληρονομήσουσιν.
    Κορινθίους α’ 6:9-10
  • τὰ βρώματα τῇ κοιλίᾳ, καὶ ἡ κοιλία τοῖς βρώμασιν • ὁ δὲ Θεὸς καὶ ταύτην καὶ ταῦτα καταργήσει. Τὸ δὲ σῶμα οὐ τῇ πορνείᾳ ἀλλὰ τῷ Κυρίῳ, καὶ ὁ Κύριος τῷ σώματι. ὁ δὲ Θεὸς και τὸν Κύριον ἤγειρεν καὶ ἡμᾶς ἐξεγερεῖ διὰ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ.
    Κορινθίους α’ 6:13, 14
  • φεύγετε τὴν πορνείαν • πᾶν ἁμάρτημα ὃ ἐὰν ποιήσῃ ἄνθρωπος ἐκτὸς τοῦ σώματός ἐστιν, ὁ δὲ πορνεύων εἰς τὸ ἴδιον σῶμα ἁμαρτάνει. ἢ οὐκ οἴδατε ὅτι τὸ σῶμα ὑμῶν ναὸς τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματος ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπὸ Θεοῦ; καὶ οὐκ ἐστὲ ἑαυτῶν • ἠγοράσθητε γὰρ τιμῆς. δοξάσατε δὴ τὸν Θεὸν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν.
    Κορινθίους α’ 6:18-20
  • Περὶ δὲ ὧν ἐγράψατέ μοι, καλὸν ἀνθρώπῳ γυναικὸς μὴ ἅπτεσθαι • διὰ δὲ τὰς πορνείας ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἐχέτω, καὶ ἑκάστη τὸν ἴδιον ἄνδρα ἐχέτω.
    Κορινθίους α’ 7:1, 2
  • τῇ γυναικὶ ὁ ἀνὴρ τὴν ὀφειλὴν ἀποδιδότω, ὁμοίως δὲ καὶ ἡ γυνὴ τῷ ἀνδρί. ἡ γυνὴ τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει ἀλλὰ ὁ ἀνήρ • ὁμοίως δὲ καὶ ὁ ἀνὴρ τοῦ ἰδίου σώματος οὐκ ἐξουσιάζει ἀλλὰ ἡ γυνή. μὴ ἀποστερεῖτε ἀλλήλους, εἰ μήτι ἂν ἐκ συμφώνου πρὸς καιρὸν ἵνα σχολάσητε τῇ προσευχῇ καὶ πάλιν ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἦτε, ἵνα μὴ πειράζῃ ὑμᾶς ὁ Σατανᾶς διὰ τὴν ἀκρασίαν ὑμῶν.
    Κορινθίους α’ 7:3-5
  • Λέγω δὲ τοῖς ἀγάμοις καὶ ταῖς χήραις, καλὸν αὐτοῖς ἐὰν μείνωσιν ὡς κἀγώ. εἰ δὲ οὐκ ἐγκρατεύονται, γαμησάτωσαν, κρεῖσσον γάρ ἐστιν γαμῆσαι ἢ πυροῦσθαι. τοῖς δὲ γεγαμηκόσιν παραγγέλλω, οὐκ ἐγὼ ἀλλ᾿ ὁ Κύριος, γυναῖκα ἀπὸ ἀνδρὸς μὴ χωρισθῆναι • (ἐὰν δὲ καὶ χωρισθῇ, μενέτω ἄγαμος ἢ τῷ ἀνδρὶ καταλλαγήτω) • καὶ ἄνδρα γυναῖκα μὴ ἀφιέναι.
    Κορινθίους α’ 7:8-11
  • ἡγίασται γὰρ ὁ ἀνὴρ ὁ ἄπιστος ἐν τῇ γυναικί, καὶ ἡγίασται ἡ γυνὴ ἡ ἄπιστος ἐν τῷ ἀδελφῷ • ἐπεὶ ἄρα τὰ τέκνα ὑμῶν ἀκάθαρτά ἐστιν • νῦν δὲ ἅγιά ἐστιν.
    Κορινθίους α’ 7:14
  • θέλω δὲ ὑμᾶς ἀμερίμνους εἶναι. ὁ ἄγαμος μεριμνᾷ τὰ τοῦ Κυρίου, πῶς ἀρέσει τῷ Κυρίῳ • ὁ δὲ γαμήσας μεριμνᾷ τὰ τοῦ κόσμου, πῶς ἀρέσει τῇ γυναικί. μεμέρισται ἡ γυνὴ καὶ ἡ παρθένος • ἡ ἄγαμος μεριμνᾷ τὰ τοῦ Κυρίου, ἵνα ᾖ ἁγία καὶ σώματι καὶ πνεύματι • ἡ δὲ γαμήσασα μεριμνᾷ τὰ τοῦ κόσμου, πῶς ἀρέσει τῷ ἀνδρί.
    Κορινθίους α’ 7:32-34
  • γυνὴ δέδεται ἐφ᾿ ὅσον χρόνον ζῇ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς • ἐὰν δὲ κοιμηθῇ ὁ ἀνήρ, ἐλευθέρα ἐστὶν ᾧ θέλει γαμηθῆναι, μόνον ἐν Κυρίῳ •
    Κορινθίους α’ 7:39
  • φανερὰ δέ ἐστιν τὰ ἔργα τῆς σαρκός, ἅτινά ἐστιν πορνεία, ἀκαθαρσία, ἀσέλγεια, εἰδωλολατρεία, φαρμακεία, ἔχθραι, ἔρεις, ζῆλοι, θυμοί, ἐριθεῖαι, διχοστασίαι, αἱρέσεις, φθόνοι, φόνοι, μέθαι, κῶμοι, καὶ τὰ ὅμοια τούτοις, ἃ προλέγω ὑμῖν καθὼς καὶ προεῖπον, ὅτι οἱ τὰ τοιαῦτα πράσσοντες βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσιν.
    Γαλάτας 5:19-21
  • Πορνεία δὲ καὶ πᾶσα ἀκαθαρσία ἢ πλεονεξία μηδὲ ὀνομαζέσθω ἐν ὑμῖν, καθὼς πρέπει ἁγίοις •
    Ἐφεσίους 5:3
  • Αἱ γυναῖκες, τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν [ὑποτάσσεσθε] ὡς τῷ Κυρίῳ • ὅτι ἀνήρ ἐστιν κεφαλὴ τῆς γυναικὸς ὡς καὶ ὁ Χριστὸς κεφαλὴ τῆς ἐκκλησίας, αὐτὸς σωτὴρ τοῦ σώματος. ἀλλ᾿ ὡς ἡ ἐκκλησία ὑποτάσσεται τῷ Χριστῷ, οὕτως καὶ αἱ γυναῖκες τοῖς ἀνδράσιν ἐν παντί. οἱ ἄνδρες, ἀγαπᾶτε τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἠγάπησεν τὴν ἐκκλησίαν καὶ ἑαυτὸν παρέδωκεν ὑπὲρ αὐτῆς, ἵνα αὐτὴν ἁγιάσῃ καθαρίσας τῷ λουτρῷ τοῦ ὕδατος ἐν ῥήματι • ἵνα παραστήσῃ αὐτὸς ἑαυτῷ ἔνδοξον τὴν ἐκκλησίαν, μὴ ἔχουσαν σπῖλον ἢ ῥυτίδα ἤ τι τῶν τοιούτων, ἀλλ᾿ ἵνα ᾖ ἁγία καὶ ἄμωμος. οὕτως ὀφείλουσιν καὶ οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶν τὰς ἑαυτῶν γυναῖκας ὡς τὰ ἑαυτῶν σώματα • ὁ ἀγαπῶν τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἑαυτὸν ἀγαπᾷ. οὐδεὶς γάρ ποτε τὴν ἑαυτοῦ σάρκα ἐμίσησεν, ἀλλ᾿ ἐκτρέφει καὶ θάλπει αὐτήν, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς τὴν ἐκκλησίαν • ὅτι μέλη ἐσμὲν τοῦ σώματος αὐτοῦ, — ἐκ τῆς σαρκός αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν ὀστέων αὐτοῦ. ἀντὶ τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ • καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν. τὸ μυστήριον τοῦτο μέγα ἐστίν • ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν. πλὴν καὶ ὑμεῖς οἱ καθ᾿ ἕνα ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα οὕτως ἀγαπάτω ὡς ἑαυτόν • ἡ δὲ γυνὴ ἵνα φοβῆται τὸν ἄνδρα.
    Ἐφεσίους 5:22-33
  • Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρεία •
    Κολοσσαεῖς 3:5
  • τοῦτο γάρ ἐστιν θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἁγιασμὸς ὑμῶν, ἀπέχεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ τῆς πορνείας, εἰδέναι ἕκαστον ὑμῶν τὸ ἑαυτοῦ σκεῦος κτᾶσθαι ἐν ἁγιασμῷ καὶ τιμῇ, μὴ ἐν πάθει ἐπιθυμίας καθάπερ καὶ τὰ ἔθνη τὰ μὴ εἰδότα τὸν Θεόν •
    Θεσσαλονικεῖς α’ 4:3-5
  • πόρνοις, ἀρσενοκοίταις, ἀνδραποδισταῖς, ψεύσταις, ἐπιόρκοις, καὶ εἴ τι ἕτερον τῇ ὑγιαινούσῃ διδασκαλίᾳ ἀντίκειται,
    ΤΙΜΟΘΕΟΝ Α’ 1:10
  • δεῖ οὖν τὸν ἐπίσκοπον ἀνεπίλημπτον εἶναι, μιᾶς γυναικὸς ἄνδρα, νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον, φιλόξενον, διδακτικόν, ...διάκονοι ἔστωσαν μιᾶς γυναικὸς ἄνδρες, τέκνων καλῶς προϊστάμενοι καὶ τῶν ἰδίων οἴκων •
    ΤΙΜΟΘΕΟΝ Α’ 3:2, 12
  • εἴ τίς ἐστιν ἀνέγκλητος, μιᾶς γυναικὸς ἀνήρ, τέκνα ἔχων πιστά, μὴ ἐν κατηγορίᾳ ἀσωτίας ἢ ἀνυπότακτα.
    ΤΙΤΟΝ 1:6
  • τίμιος ὁ γάμος ἐν πᾶσιν καὶ ἡ κοίτη ἀμίαντος • πόρνους δὲ καὶ μοιχοὺς κρινεῖ ὁ Θεός.
    Ἑβραίους 13:4
  • Οἱ ἄνδρες ὁμοίως, συνοικοῦντες κατὰ γνῶσιν ὡς ἀσθενεστέρῳ σκεύει τῷ γυναικείῳ, ἀπονέμοντες τιμὴν ὡς καὶ συγκληρονόμοι χάριτος ζωῆς, εἰς τὸ μὴ ἐγκόπτεσθαι τὰς προσευχὰς ὑμῶν.
    ΕΠΙΣΤΟΛΗ Α’ 3:7
  • ἀλλ᾿ ἔχω κατὰ σοῦ ὅτι ἀφεῖς τὴν γυναῖκα Ἰεζάβελ, ἡ λέγουσα ἑαυτὴν προφῆτιν • καὶ διδάσκει καὶ πλανᾷ τοὺς ἐμοὺς δούλους πορνεῦσαι καὶ φαγεῖν εἰδωλόθυτα.
    Ἀποκάλυψις 2:20
  • καὶ οὐ μετενόησαν ἐκ τῶν φόνων αὐτῶν οὔτε ἐκ τῶν φαρμακειῶν αὐτῶν οὔτε ἐκ τῆς πορνείας αὐτῶν οὔτε ἐκ τῶν κλεμμάτων αὐτῶν.
    Ἀποκάλυψις 9:21
  • ὅτι ἀληθιναὶ καὶ δίκαιαι αἱ κρίσεις αὐτοῦ • ὅτι ἔκρινεν τὴν πόρνην τὴν μεγάλην ἥτις ἔφθειρεν τὴν γῆν ἐν τῇ πορνείᾳ αὐτῆς, καὶ ἐξεδίκησεν τὸ αἷμα τῶν δούλων αὐτοῦ ἐκ χειρὸς αὐτῆς.
    Ἀποκάλυψις 19:2